- λογοκριτικός
- [логокритикос]εκ. цензурный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
λογοκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκριτής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censorial, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek